υποκρίνομαι — υποκρίνομαι, υποκρίθηκα βλ. πίν. 2 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὑποκρίνομαι — ὑποκρί̱νομαι , ὑποκρίνομαι separate gradually aor subj mid 1st sg (epic) ὑποκρί̱νομαι , ὑποκρίνομαι separate gradually pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκρίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποκρίνω ΜΑ [κρίνω, ομαι] 1. παριστάνω πρόσωπο σε θεατρικό έργο, υποδύομαι έναν ρόλο («Ἀντιγόνην δὲ Σοφοκλέους πολλάκις μὲν Θεόδωρος... ὑποκέκριται», Δημοσθ.) 2. προσποιούμαι (α. «υποκρίθηκε ότι δεν συμβαίνει τίποτε» β. «μηδὲ… … Dictionary of Greek
ὑποκεκριμένον — ὑποκρίνομαι separate gradually perf part mp masc acc sg ὑποκρίνομαι separate gradually perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκεκριμένης — ὑποκρίνομαι separate gradually perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκεκριμένως — ὑποκρίνομαι separate gradually perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκεκριμένῃ — ὑποκρίνομαι separate gradually perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκεκρίσθαι — ὑποκρίνομαι separate gradually perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκρῖναι — ὑποκρίνομαι separate gradually aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκέκριται — ὑποκρίνομαι separate gradually perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)